αυλακώνω

αυλακώνω
[-ώ (ο)] см. αυλακιάζω;

αυλακώνω τη θάλασσα — бороздить море;

τα γηρατειά αυλάκωσαν το πρόσωπο του старость избороздила его лицо морщинами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αυλακώνω" в других словарях:

  • αυλακώνω — αυλακώνω, αυλάκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αυλακώνω — 1. ανοίγω αυλάκια στο έδαφος ή δημιουργώ αυλακιές σε οποιαδήποτε επιφάνεια 2. (για υγρά) διασχίζω ή διατρέχω μια επιφάνεια σχηματίζοντας αυλάκια 3. φρ. (για τα πλοία) «αυλακώνω τις θάλασσες» διασχίζω τις θάλασσες, ταξιδεύω 4. σχηματίζω αυλάκια,… …   Dictionary of Greek

  • αυλάκι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 135 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ινάχου. 2. Παράλιος ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 30μ.) της Νισύρου. Βρίσκεται στα νότια… …   Dictionary of Greek

  • αυλάκωση — (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένα απλό γονιμοποιημένο ωάριο αναπτύσσεται σε ένα πολυκυτταρικό έμβρυο. Η ίδια η ετυμολογία της λέξης δίνει το νόημα της σχάσης ή διαίρεσης του κύτταρου. Η διαίρεση αυτή, που λέγεται μίτωση, συνοδεύεται από μία… …   Dictionary of Greek

  • αυλακωτός — ή, ό αυτός του οποίου η επιφάνεια έχει αυλακιές ή ραβδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • διαξύω — (Α διαξύω) [ξύω] αυλακώνω ή ρυτιδώνω επιφάνεια αρχ. κατατεμαχίζω, λειανίζω …   Dictionary of Greek

  • διαυλακώνω — και διαυλακίζω (Α) 1. ανοίγω αυλάκια, αυλακώνω, αυλακιάζω 2. διασχίζω γρήγορα έναν τόπο σα να σχηματίζω αυλάκια («κεραυνοί διαυλάκωναν τον ουρανό») …   Dictionary of Greek

  • επισχίζω — ἐπισχίζω (Α) 1. σχίζω, αυλακώνω στην επιφάνεια («τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες», Στράβ.) 2. σχίζω την άκρη επιδέσμου …   Dictionary of Greek

  • ραβδώνω — Ν, και μόνον το μέσ. ῥαβδοῡμαι, όομαι Α μέσ. ραβδώνομαι και ῥαβδοῡμαι, όομαι είμαι ή γίνομαι ραβδωτός, έχω ραβδώσεις νεοελλ. (το ενεργ.) ενεργώ έτσι ώστε να σχηματιστούν ραβδώσεις, αυλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος. Ο τ. ραβδόω, ῶ μαρτυρείται από το …   Dictionary of Greek

  • αυλάκωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του αυλακώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυλακιάζω — και αυλακίζω και αυλακώνω ι(α)σα και ωσα, ανοίγω αυλάκια στο χωράφι για τη σπορά: Όλοι στο χωριό είχαν αρχίσει να αυλακιάζουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»